Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὸ τοῦ Ὀδυσσέως π

См. также в других словарях:

  • οδύσσειος — α, ο (ΑΜ ὀδύσσειος, α, ον, Α και ὀδύσειος και επικ. τ. ὀδυσήϊος και ὀδυσσήϊος, α, ον) [Οδυσσεύς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Οδυσσέα («οδύσσειες περιπέτειες») 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Οδύσσεια επικό ποίημα τού Ομήρου το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • πολύτροπος — η, ο / πολύτροπος, ον, ΝΜΑ (κυρίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως αλλά και τού Ερμού) (με μτφ. σημ.) αυτός που επινοεί πολλούς τρόπους, πολυμήχανος, δόλιος, πανούργος νεοελλ. αυτός που γίνεται με πολλούς τρόπους αρχ. 1. (ως προσωνυμία τού Οδυσσέως)… …   Dictionary of Greek

  • Τηλέμαχος — Ομηρικός ήρωας, γιος του Οδυσσέα και της Πηνελόπης. Όταν ο Οδυσσέας ξεκίνησε για την εκστρατεία της Τροίας, ο Τ. ήταν μωρό. Όταν έγινε 20 χρονών, η Αθηνά τον προέτρεψε να πάει να βρει τον πατέρα του. Πραγματικά, ο Τ. ξεκίνησε με τη συνοδεία της… …   Dictionary of Greek

  • πυλωρός — (Ανατ.). Το τελικό τμήμα του στομάχου, που συνεχίζεται με τον δωδεκαδάκτυλο. Αντίστοιχα προς τον π. η μυϊκή στιβάδα του τοιχώματος του στομάχου είναι πιο πυκνή και σχηματίζει έναν μυϊκό δακτύλιο, τον πυλωρικό σφιγκτήρα, που, λειτουργώντας σαν… …   Dictionary of Greek

  • Πηνελόπη — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του βασιλιά της Σπάρτης ή των Αμυκλών Ικαρίου και σύζυγος του Οδυσσέα. Ένα χρόνο μετά τον γάμο τους, ο Οδυσσέας έφυγε για τον Τρωικό πόλεμο, αφήνοντας την με το γιο τους Τηλέμαχο, βρέφος ακόμα. Είκοσι… …   Dictionary of Greek

  • Τηλέγονος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Οδυσσέα και της Κίρκης. Όταν ενηλικιώθηκε, κατά σύσταση της μητέρας του, έφυγε από την Αιαίη για να αναζητήσει τον πατέρα του. Τον βρήκε όμως μια μεγάλη τρικυμία που τον ανάγκασε να βγει στην Ιθάκη, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Οδυσσεύς — και Οδυσσέας, ο (Α Ὀδυσσεύς, έως και ιων. τ. γεν. ῆος, και Οὐλιξεύς και Οὐλίξης και Ὀλυσεύς και Ὀλυσσεύς και Ὀλυτεύς και Ὀλυττεύς και Ὀλισεύς και Ὀλυσσεύς και, επικ. τ., Ὀδυσεύς, εῡς) μυθικός βασιλιάς τής Ιθάκης, κεντρικός ήρωας της Οδύσσειας.… …   Dictionary of Greek

  • Άννινος, Μπάμπης — (Αργοστόλι 1852 – 1934).Δημοσιογράφος, λόγιος και κωμωδιογράφος. Τελείωσε το γυμνάσιο στο Αργοστόλι και στη μετέπειτα σταδιοδρομία του υπήρξε αυτοδίδακτος. Μετά από ένα ποιητικό ξεκίνημα στην Κεφαλονιά (Λυκαυγές,1872), εγκαταστάθηκε στην Αθήνα… …   Dictionary of Greek

  • μέντορας — και μέντωρ, ο συνετός φίλος και σύμβουλος, πνευματικός οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το όνομα τού Μέντορος, φίλου τού Οδυσσέως και συμβούλου τού Τηλεμάχου στην Ιθάκη] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλομήτης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Οδυσσέως, τού Διός και τού Ερμού) αυτός που σκέπτεται ή μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, πολυμήχανος, επινοητικός, πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + μήτης (< μῆτις «σκέψη, σοφία»), πρβλ. αγκυλο μήτης] …   Dictionary of Greek

  • πολύτλας — αντος, ὁ, ΜΑ (κυρίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) αυτός που υπέμεινε πολλά, καρτερικός («τὸν δ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τλας (< τλῆναι, απαρμφ. τού επικ. αορ. ἔτλαν τού τλῶ, άω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»