-
1 πρόσωπον
Aπροσώπατα Od.18.192
, AP5.230 (Maced.), Opp.C.1.419, etc.; dat.προσώπασι Il.7.212
: a masc. nom. πρόσωπος is cited from Pl.Com.250:— face, countenance (cf. μέτωπον), Hom., always in pl., even of a single person, Il.7.212, 18.414, Od.19.361, al. (exc. Il.18.24), and so in Hes. Op. 594 (v.l. -πον), S.Fr.871.6(v.infr.), El. 1277(lyr.), OC 314, X.An. 2.6.11(dub.), AP9.322 (Leon.): sg. in h.Hom.10.2,31.12, and usu. in later writers;π. κλιθὲν προσώπῳ Simon.37.12
;εἰς π. βλέπειν E. Hipp. 280
; ἐς π. τινὸς ἀφικέσθαι come before him, ib. 720;π. πρός τινα στρέφειν Id.Ph. 457
;οὐκ ὄψεσθε τὸ π. μου LXXGe.43.3
, cf. UPZ 70.5 (ii B.C.); κατὰ πρόσωπον in front, facing, Th.1.106, X.Cyr.1.6.43, etc.; τὴν κατὰ π. τῆς ἀντίας φάλαγγος τάξιν ib.6.3.35; κατὰ π. Αἰγύπτου facing, fronting Egypt, LXX Ge.25.18; opp. κατὰ νώτου, Plb. 1.28.9; κατὰ π. ἄγειν, opp. κατὰ κέρας ὑπεραίρειν, Id.11.14.6, etc.; κατὰ π. in person,ἡ κατὰ π. ἔντευξις Plu.Caes.17
; κατὰ π. παραμυθήσασθαι, opp. διὰ τοῦ ψαφίσματος, IG42(1).86.22 (Epid.); soκατὰ πρόσωπα Eudox. Ars11.21
; also πρὸς τὸ π. X.Cyn.10.9; ἐπὶ προσώπου Ἰεριχώ in front of Jericho, LXX De.34.1;ἔρρ' ἐκ προσώπου Herod. 8.59
;ἀπὸ π. τῆς γῆς LXXAm.9.8
; βλέπειν εἰς π. τινός regard his countenance, Ev.Matt.22.16: usu. of the face of man or God, asλειτουργῶν τῷ π. Κυρίου LXX 1 Ki.2.11
; οἱ ἄρτοι τοῦ π., of shewbread, ib.21.6: of the ibis, Hdt.2.76; of dogs,ἀπὸ τῶν π. φαιδραί X.Cyn.4.2
; of horses, Arist.HA 631a5; of deer, ib. 579a2; of fish, Anaxandr. 30,33.16; face of the moon, S.Fr.871.6 (pl.), Plu.2.920b: metaph.,ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα.. ἀοιδαί Pi.I.2.8
.2 front, façade, Id.P.6.14, cf. E. Ion 189 (lyr., pl.); κατὰ π. τοῦ ἱεροῦ, τῆς νεώς, PPetr.3p.2 (iii B.C.), Ach.Tat.3.1,2;τιθέναι τὰς φιάλας ἐπὶ πρόσωπον Asclep.Myrl.
ap.Ath.11.501d.II one's look, countenance, A.Ag. 639, 794 (anap., pl.), Eu. 990 (anap., pl.), etc.; οὐ τὸ σὸν δείσας π. S.OT 448: metaph.,φαίνοισα π. Ἀλάθεια Pi.N.5.17
.2 Astrol., decan considered as the domain of a planet, ἐν ἰδίοις π. Vett.Val.62.21, Paul. Al.C.2.III = προσωπεῖον, mask, D.19.287 (- εῖον is v.l.), Arist. Po. 1449a36, b4, Pr. 958a17, Dsc.3.144 (v.l.), Poll.2.47;π. ὑπάργυρον κατάχρυσον IG12.276.6
, cf. 42(1).102.58,68 (Epid., iv B.C.), Clara Rhodos 6/7.428; ὀθόνινον π. prob. in Pl.Com.142;π. περίθετον Aristomen.5
; of the Roman imagines, Plb.6.53.5; bust or portrait, Sammelb.5221, OGI432.1 (Naksh-i-Rustam, iii A.D.).2 dramatic part, character, Phld.Rh.1.199S., Arr.Epict.1.29.45 and 57; κωφὸν π. Cic.Att.13.19.3; character in a book, τὸ τῆς Ἑλλάδος ὄνομα καὶ π. Plb.8.11.5; τὸ τοῦ Ὀδυσσέως π. Id.12.27.10, cf. Phld.Po.5.32; also ἀστοχεῖν τοῦ π., of an author, Callisth.44J.;ἐπὶ προσχήματι καὶ π. δικαστῶν Ael.Fr. 168
.IV person, Phld.Rh.1.52S. (pl.);ἀδίκως μὴ κρῖνε πρόσωπον Ps.-Phoc.10
; προσώπῳ, οὐ καρδίᾳ in person, in bodily presence, 1 Ep.Thess.2.17, cf. 2 Ep.Cor.5.12; ποιεῖν or πληροῦν τὸ π. τινός to represent a person, PRein.56.30 (iv A.D.), Sammelb. 6000ii 12 (vi A.D.); λαμβάνειν π. τινός admit a person to one's presence,εἰ προσδέξεταί σε, εἰ λήψεται πρόσωπόν σου LXXMa.1.8
; hence, = προσωποληπτεῖν, Ev.Luc.20.21, Ep.Gal.2.6; μὴ ἀποστρέψῃς τὸ π. μου, i.e. do not reject my prayer, LXX 3 Ki.2.20; θαυμάσαι π. ἀσεβοῦς ib.Pr.18.5; ὁ θεὸς ὁ μέγας.., ὅστις οὐ θαυμάζει π. οὐδὲ οὐ μὴ λάβῃ δῶρον ib.De.10.17.3 Gramm., person, D.T.638.4,A.D.Pron.3.12, etc.; γυναικεῖα π. Alex.Trall.2.4 π. πόλεως a feature of the city, of a person, Cic.Fam.15.17.2.5 f.l.in Zeno Stoic.1.23 (cf.Nicol.Prog.p.4 F.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσωπον
-
2 Παλαμήδης
-
3 κύριος
a of people, authoritativeξένον μή τιν' δύναμιν κυριώτερον τῶν γε νῦν O. 1.104
κυριώτερο[ς λτ;εἰς σοφίας λόγον> (sc. Παλαμήδης: supp. Snell ex Aristide, qui verba laudavisse videtur: αὐτὸν (= Παλαμήδεα) κυριώτερον τοῦ Ὀδυσσέως εἰς σοφίας λόγον, ὡς ἔφη Πίνδαρος) fr. 260. 7. c. gen., master of,πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ P. 2.58
θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν (cf. ἐπίκουρος) N. 7.51Ζεὺς ὁ πάντων κύριος I. 5.53
b of time, appointed κυρίῳ δ' ἐν μηνὶ πέμποισ ἀμφιπόλους at the birth of Iamos O. 6.32 κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθα καὶ πάσας κελεύθους Apollo P. 9.44c dub. & frag. [v.μυρίος, Pae. 6.118
] ]ων κύριοι[ Πα. 13b. 24. -
4 Ὀδυσσεύς
Ὀδυσσεύς, Ὀδῠσεύς1ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.21
κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν sc. in preference to Aias N. 8.26 Ὀδυσεὺς δὲ π[ fr. 260. 5. cf. Schr. fr. 260, ( Παλαμήδη) κυριώτερον τοῦ Ὀδυσσέως εἰς σοφίας λόγον, ὡς ἔφη Πίνδαρος. Aristid., 2. 339D. -
5 Ὀδυσεύς
Ὀδυσσεύς, Ὀδῠσεύς1ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.21
κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν sc. in preference to Aias N. 8.26 Ὀδυσεὺς δὲ π[ fr. 260. 5. cf. Schr. fr. 260, ( Παλαμήδη) κυριώτερον τοῦ Ὀδυσσέως εἰς σοφίας λόγον, ὡς ἔφη Πίνδαρος. Aristid., 2. 339D. -
6 ποιέω
ποιέω, [dialect] Dor. [full] ποιϝέω IG4.800 ([place name] Troezen), etc.: [dialect] Ep. [tense] impf.Aποίεον Il. 20.147
; [var] contr.ποίει 18.482
; [dialect] Ion.ποιέεσκον Hdt.1.36
, 4.78: [tense] fut. ποιήσω: [tense] aor. ἐποίησα, [dialect] Ep.ποίησα Il.18.490
: [tense] pf. πεποίηκα:—[voice] Med., [dialect] Ion. [tense] impf.ποιεέσκετο Hdt.7.119
: [tense] fut.ποιήσομαι Il.9.397
: in pass. sense, Hp.Decent.11, Arist.Metaph. 1021a23: [tense] aor. ἐποιησάμην, [dialect] Ep.ποι- Od.5.251
, al.: [tense] pf. πεποίημαι in med. sense, And.4.22, Decr. ap. D. 18.29:—[voice] Pass., [tense] fut. ποιηθήσομαι ([etym.] μετα-) D.23.62, v. supr.;πεποιήσομαι Hp.Mul.1.11
,37: [tense] aor.ἐποιήθην Hdt.2.159
, etc. (used as [voice] Med. only in compd. προς-): [tense] pf.πεποίημαι Il.6.56
, etc.:—[dialect] Att. [full] ποῶ (EM 679.24), etc., is guaranteed by metre in Trag. and Com., as , , , etc., and found in cod. Laur. of S., cod. Rav. of Ar., also IG12.39.6 ([etym.] ποήσω), 82.9 ([etym.] ποεῖ), 154.7 ([etym.] ἐποησάτην), etc.; but ποι- is always written before -οι, -ου, -ω in Inscrr.: πο- also in [dialect] Aeol. ,75, Sapph. Supp.1.9, al., and Arc. ποέντω, = ποιούντων, IG5(2).6.9 (Tegea, iv B.C.); cf. ποιητής.A make, produce, first of something material, as manufactures, works of art, etc. (opp. πράττειν, Pl.Chrm. 163b), in Hom. freq. of building, π. δῶμα, τύμβον, Il.1.608,7.435;εἴδωλον Od.4.796
; π. πύλας ἐν [πύργοις] Il.7.339; of smith's work, π. σάκος ib. 222;ἐν [σάκεϊ] ποίει δαίδαλα πολλά 18.482
, cf. 490, 573: freq. in Inscrr. on works of art, Πολυμήδης ἐποίϝηh' (= ἐποίησε ) (vi B.C., cf. Class.Phil.20.139); (vi/v B.C.), etc.; ἐποίησε Τερψικλῆς ib.3b(Milet., vi B.C.), etc.;τίς.. τὴν λίθον ταύτην τέκτων ἐποίει; Herod.4.22
; εἵματα ἀπὸ ξύλων πεποιημένα made from trees, i.e. of cotton, Hdt.7.65;ναὸν ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἀργυρίου X.An. 5.3.9
;πλοῖα ἐκ τῆς ἀκάνθης ποιεύμενα Hdt.2.96
;καρβάτιναι πεποιημέναι ἐκ βοῶν X.An.4.5.14
: c. gen. materiae,πωρίνου λίθου π. τὸν νηόν Hdt.5.62
;ἔρυμα λίθων λογάδην πεποιημένον Th.4.31
;φοίνικος αἱ θύραι πεποιημέναι X.Cyr.7.5.22
: rarely to be made with.., 1.4; also τῶν τὰ κέρεα.. οἱ πήχεες ποιεῦνται the horns of which are made into the sides of the lyre, Hdt.4.192; also δέρμα εἰς περικεφαλαίας πεποίηται Sch.Patm.D.in BCH1.144:—[voice] Med., make for oneself, as of bees, οἰκία ποιήσωνται build them houses, Il.12.168, cf. 5.735, Od.5.251, 259, Hes.Op. 503; [ῥεῖθρον] π., of a river, Thphr. HP3.1.5; also, have a thing made, get it made,ὀβελούς Hdt.2.135
;στεφάνους οὓς ἐποιησάμην τῷ χορῷ D.21.16
, cf. X.An.5.3.5; τὸν Ἀπόλλω, i.e. a statue of A., Pl.Ep. 361a;αὑτοῦ εἰκόνας Plu. Them.5
, cf. Inscr.Prien.25.9 (iii B.C.?).2 create, bring into existence,γένος ἀνθρώπων χρύσεον Hes.Op. 110
, cf. Th. 161, 579, etc.; the creator,Pl.
Ti. 76c;ἕτερον Φίλιππον ποιήσετε D.4.11
:—[voice] Med., beget,υἱόν And.1.124
;ἔκ τινος Id.4.22
; παῖδας ποιεῖσθαι, = παιδοποιεῖσθαι, X.Cyr.5.3.19, D.57.43; conceive,παιδίον π. ἔκ τινος Pl.Smp. 203b
:—[voice] Act. in this sense only in later Gr., Plu.2.312a; of the woman, παιδίον ποιῆσαι ib.145d.3 generally, produce, ὕδωρ π., of Zeus, Ar.V. 261: impers., ἐὰν πλείω ποιῇ ὕδατα, = ἐὰν ὕη, Thphr.CP1.19.3; π. γάλα, of certain kinds of food, Arist.HA 522b32; ἄρρεν π., of an egg, Ael.VH1.15; μέλι ἄριστον π., of Hymettus, Str.9.1.23; π. καρπόν, of trees, Ev.Matt.3.10 (metaph. in religious sense, ib.8); of men, κριθὰς π. grow barley, Ar. Pax 1322;π. σίτου μεδίμνους D.42.20
; π. πενίαν, πλοῦτον, of the stars, Plot.2.3.1.b Math., make, produce, τομήν, σχῆμα, ὀρθὰς γωνίας, Archim. Sph.Cyl.1.16,38, Con.Sph.12; :—[voice] Pass., πεποιήσθω ὡς.. let it be contrived that.., Archim. Sph.Cyl.2.6.d π. τὸ πρόβλημα effect a solution of the problem, Apollon.Perg.Con.2.49,51; π. τὸ ἐπίταγμα fulfil, satisfy the required condition, Archim.Sph.Cyl.1.2,3.4 after Hom., of Poets, compose, write, π. διθύραμβον, ἔπεα, Hdt.1.23, 4.14;π. θεογονίην Ἕλλησι Id.2.53
; π. Φαίδραν, Σατύρους, Ar.Th. 153, 157; π. κωμῳδίαν, τραγῳδίαν, etc., Pl.Smp. 223d;παλινῳδίαν Isoc.10.64
, Pl.Phdr. 243b, etc.; : abs., write poetry, write as a poet,ὀρθῶς π. Hdt.3.38
;ἐν τοῖσι ἔπεσι π. Id.4.16
, cf. Pl. Ion 534b: folld. by a quotation,ἐπόησάς ποτε.. Ar.Th. 193
; ; , etc.b represent in poetry, , cf. 364c, Smp. 174b; ποιήσας τὸν Ἀχιλλέα λέγοντα having represented Achilles saying, Plu.2.105b, cf. 25d, Pl. Grg. 525d, 525e, Arist.Po. 1453b29.c describe in verse,θεὸν ἐν ἔπεσιν Pl.R. 379a
; ἐποίησα μύθους τοὺς Αἰσώπου put them into verse, Id.Phd. 61b;μῦθον Lycurg.100
.d invent,καινοὺς θεούς Pl.Euthphr.3b
; ὑπὸ ποιητέω τινὸς ποιηθὲν [τοὔνομα] Hdt.3.115;πεποιημένα ὀνόματα Arist.Rh. 1404b29
, cf.Po. 1457b2; opp. αὐτοφυῆ, κύρια, D.H.Is.7, Pomp. 2.II bring about, cause,τελευτήν Od.1.250
;γαλήνην 5.452
;φόβον Il.12.432
;σιωπὴν παρὰ πάντων X.HG6.3.10
;τέρψιν τοῖς θεωμένοις Id.Mem.3.10.8
;αἰσχύνην τῇ πόλει Isoc.7.54
, etc.; also of things,ἄνεμοι αὐτοὶ μὲν οὐχ ὁρῶνται· ἃ δὲ ποιοῦσι φανερά X.Mem.4.3.14
;ταὐτὸν ἐποίει αὐτοῖς νικᾶν τε μαχομένοις καὶ μηδὲ μάχεσθαι Th.7.6
, cf. 2.89.b c. acc. et inf., cause or bring about that..,σε θεοὶ ποίησαν ἱκέσθαι [ἐς] οἶκον Od.23.258
;π. τινὰ κλύειν S.Ph. 926
;π. τινὰ βλέψαι Ar.Pl. 459
, cf. 746;π. τινὰ τριηραρχεῖν Id.Eq. 912
, cf. Av.59; π. τινὰ αἰσχύνεσθαι, κλάειν, ἀπορεῖν, etc., X.Cyr.4.5.48, 2.2.13, Pl.Tht. 149a, etc.: with ὥστε inserted, X.Cyr.3.2.29, Ar.Eq. 351, etc.: folld. by a relat. clause,π. ὅκως ἔσται ἡ Κύπρος ἐλευθέρη Hdt.5.109
, cf. 1.209;ὡς ἂν.. εἰδείην ἐποίουν X.Cyr.6.3.18
:—also [voice] Med., ἐποιήσατο ὡς ἐν ἀσφαλεῖ εἶεν ib.6.1.23.2 procure,π. ἄδειάν τε καὶ κάθοδόν τινι Th.8.76
;ὁ νόμος π. τὴν κληρονομίαν τισί Is.11.1
; λόγος ἀργύριον τῷ λέγοντι π. gets him money, D.10.76:—[voice] Med., procure for oneself, gain,κλέος αὐτῇ ποιεῖτ' Od.2.126
;ἄδειαν Th.6.60
;τιμωρίαν ἀπό τινων Id.1.25
;τὸν βίον ἀπὸ γεωργίας X.Oec.6.11
, cf. Th.1.5.3 of sacrifices, festivals, etc., celebrate,π. ἱρά Hdt.9.19
, cf. 2.49 ([voice] Act. and [voice] Pass.);π. τὴν θυσίαν τῷ Ποσειδῶνι X.HG4.5.1
; π. Ἴσθμια ib.4.5.2;τῇ θεῷ ἑορτὴν δημοτελῆ π. Th.2.15
;παννυχίδα π. Pl.R. 328a
; π. σάββατα observe the Sabbath, LXXEx.31.16; π. ταφάς, of a public funeral, Pl. Mx. 234b;π. ἐπαρήν SIG38.30
(Teos, v B.C.); also of political assemblies,π. ἐκκλησίαν Ar.Eq. 746
, Th.1.139;π. μυστήρια Id.6.28
([voice] Pass.);ξύλλογον σφῶν αὐτῶν Id.1.67
:—[voice] Med.,ἀγορὴν ποιήσατο Il.8.2
;ἢν θυσίην τις ποιῆται Hdt.6.57
(v.l.);δημοσίᾳ ταφὰς ἐποιήσαντο Th.2.34
;π. ἀγῶνα Id.4.91
;π. ἐκκλησίαν τοῖς Γρᾳξὶ περὶ μισθοῦ Ar.Ach. 169
.4 of war and peace, πόλεμον π. cause or give rise to a war,πόλεμον ἡμῖν ἀντ' εἰρήνης πρὸς Αακεδαιμονίους π. Is.11.48
; but π. ποιησόμενοι about to make war (on one's own part), X.An.5.5.24; εἰρήνην π. bring about a peace (for others), Ar. Pax 1199;σπονδὰς π. X.An.4.3.14
;ξυμμαχίαν ποιῆσαι Th.2.29
; but εἰρήνην ποιεῖσθαι make peace (for oneself), And.3.11;σπονδὰς ποιήσασθαι Th.1.28
, etc.:—[voice] Pass.,ἐπεποίητο συμμαχίη Hdt.1.77
, etc.5 freq. in [voice] Med. with Nouns periphr. for the Verb derived from the Noun, μύθου ποιήσασθαι ἐπισχεσίην submit a plea, Od.21.71; ποιέεσθαι ὁδοιπορίην, for ὁδοιπορέειν, Hdt.2.29;π. ὁδόν Id.7.42
, 110, 112, etc.; π. πλόον, for πλέειν, Id.6.95, cf. Antipho 5.21; π. κομιδήν, for κομίζεσθαι, Hdt.6.95; θῶμα π. τὴν ἐργασίην, for θωμάζειν, Id.1.68; ὀργὴν π., for ὀργίζεσθαι, Id.3.25; λήθην π. τι, for λανθάνεσθαί τινος, Id.1.127; βουλὴν π., for βουλεύεσθαι, Id.6.101; συμβολὴν π., for συμβάλλεσθαι, Id.9.45; τὰς μάχας π., for μάχεσθαι, S.El. 302, etc.; καταφυγὴν π., for καταφεύγειν, Antipho 1.4; ἀγῶνα π., for ἀγωνίζεσθαι, Th.2.89; π. λόγον [τινός] make account of.., Hdt.7.156; but τοὺς λόγους π. hold a conference, Th.1.128; also simply for λέγειν, Lys.25.2, cf. Pl.R. 527a, etc.; also π. δι' ἀγγέλου, π. διὰ χρηστηρίων, communicate by a messenger, an oracle, Hdt.6.4, 8.134.III with Adj. as predic., make, render so and so, ποιῆσαί τινα ἄφρονα make one senseless, Od.23.12; [δῶρα] ὄλβια ποιεῖν make them blest, i.e. prosper them, 13.42, cf. Il.12.30;τοὺς Μήδους ἀσθενεῖς π. X.Cyr.1.5.2
, etc.;χρήσιμον ἐξ ἀχρήστου π. Pl.R. 411b
: with a Subst., ποιῆσαι ἀθύρματα make into playthings, Il. 15.363;ποιεῖν τινα βασιλῆα Od.1.387
;ταμίην ἀνέμων 10.21
;γέροντα 16.456
;ἄκοιτίν τινι Il.24.537
;γαμβρὸν ἑόν Hes.Th. 818
; [μύρμηκας] ἄνδρας π. [καὶ] γυναῖκας Id.Fr.76.5
;πολιήτας π. τινάς Hdt.7.156
;Ἀθηναῖον π. τινά Th.2.29
, etc.;π. τινὰ παράδειγμα Isoc.4.39
: hence, appoint, instal,τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρών LXX 1 Ki.12.6
;δώδεκα Ev.Marc.3.14
:—[voice] Med., ποιεῖσθαί τινα ἑταῖρον make him one's friend, Hes. Op. 707, cf. 714; π. τινὰ ἄλοχον or ἄκοιτιν take her to oneself as wife, Il.3.409, 9.397, cf. Od.5.120, etc.; π. τινὰ παῖδα make him one's son, i.e. adopt him as son, Il.9.495, etc.; θετὸν παῖδα π. adopt a son, Hdt. 6.57: without υἱόν, adopt,ἐπειδὴ οὐκ ἦσαν αὐτῷ παῖδες ἄρρενες, π. Λεωκράτη D.41.3
, cf. 39.6,33, 44.25, Pl.Lg. 923c, etc.;π. τινὰ θυγατέρα Hdt.4.180
: generally,ἅπαντας ἢ σῦς ἠὲ λύκους π. Od.10.433
;π. τινὰ πολίτην Isoc.9.54
; ;τὰ κρέα π. εὔτυκα Hdt. 1.119
; τὰ ἔπεα ἀπόρρητα π. making them a secret, Id.9.45, etc.; also ἑωυτοῦ ποιέεται τὸ.. ἔργον makes it his own, Id.1.129; .IV put in a certain place or condition, etc.,ἐμοὶ Ζεὺς.. ἐνὶ φρεσὶν ὧδε νόημα ποίησ' Od.14.274
; ; , cf. 71;ἐν αἰσχύνῃ π. τὴν πόλιν D.18.136
;τὰς ναῦς ἐπὶ τοῦ ξηροῦ π. Th.1.109
;ἔξω κεφαλὴν π. Hdt.5.33
;ἔξω βελῶν τὴν τάξιν π. X.Cyr.4.1.3
;ἐμαυτὸν ὡς πορρωτάτω π. τῶν ὑποψιῶν Isoc.3.37
; of troops, form them,ὡς ἂν κράτιστα.. X.An.5.2.11
, cf. 3.4.21; in politics,ἐς ὀλίγους τὰς ἀρχὰς π. Th.8.53
; and in war, π. Γετταλίαν ὑπὸ Φιλίππῳ bring it under his power, D.18.48;μήτε τοὺς νόμους μήθ' ὑμᾶς αὐτοὺς ἐπὶ τοῖς λέγουσι π. Id.58.61
:—[voice] Med.,ποιέεσθαι ὑπ' ἑωυτῷ Hdt.1.201
, cf.5.103, etc.;ὑπὸ χεῖρα X.Ages.1.22
; π. τινὰς ἐς φυλακήν, τὰ τῶν ξυμμάχων ἐς ἀσφάλειαν, Th.3.3, 8.1;τινὰς ἐς τὸ συμμαχικόν Hdt.9.106
; τὰ λεπτὰ πλοῖα ἐντὸς π. put the small vessels in the middle, Th.2.83, cf. 6.67; π. τινὰ ἐκποδών (v. ἐκποδών); ὄπισθεν π. τὸν ποταμόν X.An. 1.10.9
.2 Math., multiply, π. τὰ ιβ ἐπὶ τὰ έ, τὰ ζ ἐφ' ἑαυτὰ π., Hero Metr.1.8, 2.14.V [voice] Med., deem, consider, reckon a thing as.., συμφορὴν ποιέεσθαί τι take it for a misfortune, Hdt.1.83, 6.61; δεινὸν π. τι esteem it a grievous thing, take it ill, Id.1.127, etc. (rarely in [voice] Act.,δεινὰ π. 2.121
.έ, Th.5.42); μέγα π. c. inf., deem it a great matter that.., Hdt.8.3, cf. 3.42, etc.;μεγάλα π. ὅτι.. Id.1.119
; ἑρμαῖον π. τι count it clear gain, Pl.Grg. 489c;οὐκέτι ἀνασχετὸν π. τι Th.1.118
: freq. with Preps., δι' οὐδενὸς π. deem of no account, S.OC 584; ἐν ἐλαφρῷ, ἐν ὁμοίῳ π., Hdt.1.118,7.138;ἐν σμικρῷ μέρει S.Ph. 498
;ἐν ὀλιγωρίᾳ Th.4.5
;ἐν ὀργῇ D.1.16
; ἐν νόμῳ π. consider as lawful, Hdt. 1.131; ἐν ἀδείῃ π. consider as safe, Id.9.42;παρ' ὀλίγον π. τι X. An.6.6.11
; περὶ πολλοῦ π., Lat. magni facere, Lys.1.1, etc.; περὶ πλείονος, περὶ πλείστου π., Id.14.40, Pl.Ap. 21e, etc.; περὶ ὀλίγου, περὶ ἐλάττονος, Isoc.17.58, 18.63;περὶ παντός Id.2.15
(rarelyπολλοῦ π. τι Pl.Prt. 328d
); πρὸ πολλοῦ π. c. inf., Isoc.5.138.VI put the case, assume that..,ποιήσας ἀν' ὀγδώκοντα ἄνδρας ἐνεῖναι Hdt.7.184
, cf. 186, X.An.5.7.9: without inf., ἐν ἑκάστῃ ψυχῇ ποιήσωμεν περιστερεῶνά τινα (sc. εἶναι) Pl.Tht. 197d:—[voice] Pass., πεποιήσθω δή be it assumed then, ib.e; those who are reputed..,Id.
R. 498a, cf. 538c, 573b:—but for τὸν φιλόσοφον ποιώμεθα νομίζειν ib. 581d read τί οἰώμεθα..;VII of Time, οὐ π. χρόνον make no long time, i. e. not to delay, D.19.163 codd.; μακρότερον ποιεῖς you are taking too long, PCair.Zen.48.4 (iii B.C.); μέσας π. νύκτας let midnight come, Pl.Phlb. 50d, cf. AP11.85 (Lucill.); ἔξω μέσων νυκτῶν π. τὴν ὥραν put off the time of business to past midnight, D.54.26; τὴν νύκτα ἐφ' ὅπλοις ποιεῖσθαι spend it under arms, Th.7.28(s.v.l.);ποιήσουσιν ἐν πλούτῳ ἔτη πολλά LXXPr.13.23
, cf. To.10.7; (ii B.C.), cf. PSI4.362.15 (iii B.C.);τὰς ἡμέρας ἐν τοῖς ὕδασι π. D.S.1.35
; tarry, stay,μῆνας τρεῖς Act.Ap. 20.3
, cf. AP11.330 (Nicarch.).VIII in later Greek, sacrifice, ; καρπώσεις ὑπέρ τινος ib.Jb.42.8: without acc., π. Ἀστάρτῃ sacrifice to Ashtoreth, ib.3 Ki.11.33.IX make ready, prepare, as food, μοσχάριον ib.Ge.18.7 sq.; π. τὸν μύστακα trim it, ib.2 Ki.19.24(25).X ποιεῖν βασιλέα play the king, ib.3 Ki.20 (21).7.B do, much like πράσσω, οὐδὲν ἂν ὧν νυνὶ πεποίηκεν ἔπραξεν D. 4.5; , cf. 18.62;ἄριστα πεποίηται Il.6.56
;πλείονα χρηστὰ περὶ τὴν πόλιν Ar.Eq. 811
;τὰ δίκαια τοῖς εὐεργέταις D.20.12
;ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε Hdt.3.134
fin.; ποιέειν Σπαρτιητικά act like a Spartan, Id.5.40;οὗτος τί ποιεῖς; A. Supp. 911
, etc.;τὸ προσταχθὲν π. S.Ph. 1010
; π. τὴν μουσικήν practise it, Pl.Phd. 60e, etc.; πᾶν or πάντα π., v. πᾶς D. 111.2, etc.: Math., ὅπερ ἔδει ποιῆσαι, = Q.E.F., Euc.1.1, etc.2 c. dupl. acc., do something to another, κακά or ἀγαθὰ ποιεῖν τινα, first in Hdt.3.75, al.; ἀγαθόν, κακὸν π. τινά, Isoc.16.50, etc.;μεγάλα τὴν πόλιν ἀγαθά Din.1.17
; alsoεὖ ποιεῖν τὸν εὖ ποιοῦντα X.Mem.2.3.8
; τὴν ἐκείνου (sc. χώραν)κακῶς π. D.1.18
; in LXX with Prep.,π. κακὸν μετά τινων Ge. 26.29
;ταῦτα τοῦτον ἐποίησα Hdt.1.115
; , cf. Nu. 259; also of things, ἀργύριον τωὐτὸ τοῦτο ἐποίεε he did this same thing with silver, Hdt.4.166: less freq. c. dat. pers.,τῷ τεθνεῶτι μηδὲν τῶν νομιζομένων π. Is.4.19
;ἵππῳ τἀναντία X.Eq.9.12
codd., cf. Ar.Nu. 388, D.29.37: c. dat. rei,τί ποιήσωμεν κιβωτῷ; LXX 1 Ki.5.8
:—in [voice] Med.,φίλα ποιέεσθαί τισι Hdt.2.152
,5.37.3 with an Adv., ὧδε ποίησον do thus, Id.1.112; πῶς ποιήσεις; how will you act? S.OC 652;πῶς δεῖ ποιεῖν περὶ θυσίας X.Mem.1.3.1
;ποίει ὅπως βούλει Id.Cyr.1.4.9
;μὴ ἄλλως π. Pl.R. 328d
; πρὸς τοὺς πολεμίους πῶς ποιήσουσιν; ib. 469b; ὀρθῶς π. ib. 403e; εὖ, κακῶς π. τινά, v. supr. 2: freq. c. part.,εὖ ἐποίησας ἀπικόμενος Hdt.5.24
, cf. Pl.Phd. 60c;καλῶς ποιεῖς προνοῶν X.Cyr.7.4.13
;οἷον ποιεῖς ἡγούμενος Pl.Chrm. 166c
; καλῶς ποιῶν almost Adverbial,καλῶς γ', ἔφη, ποιῶν σύ Id.Smp. 174e
;καλῶς ποιοῦντες.. πράττετε D.20.110
, cf. 1.28; fortunately,Id.
23.143.4 in Prose (rarely in Poetry, A.Pr. 935), used in the second clause, to avoid repeating the Verb of the first, ἐρώτησον αὐτούς· μᾶλλον δ' ἐγὼ τοῦθ' ὑπὲρ σοῦ ποιήσω I will do this for you, D.18.52, cf. 292, Hdt.5.97, Is.7.35.II abs., to be doing, act,ποιέειν ἢ παθεῖν πρόκειται ἀγών Hdt.7.11
; ποιεῖν, as a category, opp. πάσχειν, Arist.Cat. 2a3, cf. GC 322b11, Ph. 225b13.b of medicine, operate, be efficacious, Pl.Phd. 117b;λουτρὰ κάλλιστα ποιοῦντα πρὸς νόσους Str. 5.3.6
; πρὸς στραγγουρίαν, πρὸς τοὺς δαιμονιζομένους, Thphr.HP7.14.1, Ps.-Plu.Fluv.16.2: freq. in Dsc., , al.;εἰς τὰ αὐτά 2.133
: c. dat.,στομαχικοῖς Gal.13.183
: abs., ἄκρως π. ib.265; also of charms, PMag.Osl.1.361.2 Th. has a peculiar usage, ἡ εὔνοια παρὰ πολὺ ἐποίει μᾶλλον ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους good-will made greatly for, on the side of, the L., 2.8: impers., ἐπὶ πολὺ ἐποίει τῆς δόξης τοῖς μὲν ἠπειρώταις εἶναι, τοῖς δέ.. it was the general character of the one to be landsmen, of the others.., 4.12: the former passage is imitated by Arr.An.2.2.3, App.BC1.82, D.C.57.6. -
7 φρουρέω
A : [tense] fut.- ήσω A.Pr.31
, etc.: [tense] aor.ἐφρούρησα Hdt.2.30
, etc.:—[voice] Med., [tense] fut. - ήσομαι in pass. sense, E. Ion 603:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐφρουρήθην ib. 1390: [tense] pf.πεφρούρημαι Hp.Ep. 23
(Ps.-Democr.), ([etym.] δια-) A.Fr. 265: ([etym.] φρουρός):— keep watch or guard,ἐν Ἐλεφαντίνῃ Hdt.
l.c., cf. 9.106, IG12.99.21, OGI38.1 (iii B. C.), etc.; of ships, φ. περὶ Ναύπακτον or ἐν Ναυπάκτῳ, Th.2.80,83; φ. ἐπί τινι to keep watch over.., E.Alc.35 (anap.); οἱ φρουροῦντες the guardians, Pl.Lg. 763d; συνάπτειν.. φρουροῦντας.. φρουροῦσι ib. 758b; prov.,ἐν παντὶ.. σκορπίος φ. λίθῳ S.Fr.37
; generally, 'keep a sharp look-out', Id.Tr. 915.II trans., watch, guard,τὴν χώρην Hdt.3.90
;τὴν γέφυραν Id.4.133
;τὴν ἀτραπόν Id.7.217
; ;σὲ δαίμων.. φρουρήσας τύχοι S.OT 1479
; τὴν Ποτείδαιαν φ. garrison it, Th.3.[17], cf. X.Cyr.6.1.17, etc.; φυλακαῖσι φ. σῶμ' Ὀδυσσέως set a watch over.. E.Cyc. 690: metaph., φ. πέτραν keep watch over it, of Prometheus, A.Pr.31; στόμα εὔφημον φρουρεῖν ἀγαθόν keep silence, E. Ion98 (anap.);ἡ εἰρήνη τοῦ θεοῦ.. φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν Ep.Phil.4.7
:—[voice] Pass., to be watched or guarded, Hdt.7.203, A.Eu. 218, S.OC 1013, E.Hec. 995, etc.: of the watch kept by besiegers, .b hold in subjection, opp. παραφυλάττειν, Plb.18.4.6.c Astrol., occupy, in [voice] Pass., Vett.Val.106.18.2 watch for, observe,φρουρῶν τόδ' ἦμαρ E.Alc.27
;φ. ὄμμα ἐπὶ σῷ.. καιρῷ S.Ph. 151
(lyr.); φ. χρέος to be observant of one's duty, Id.El.74.III [voice] Med., to be on one's guard against, beware of, c. acc.,φρουρούμενος βέλεμνα E.Andr. 1135
:—[voice] Act. also in the same sense,ἐφρούρει μηδὲν ἐξαμαρτάνειν Id.Supp. 900
; φ. ὅπως or ὅπως ἂν .., with subj., S.El. 1402, E.Hel. 742; φ. μή .., with subj., Id.El. 1139.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρουρέω
-
8 ἀκούω
Aᾰκουον Il.12.442
: [tense] fut. ἀκούσομαι ([voice] Act. ἀκούσω first in Hyp.Epit.34 s. v. l., then in Lyc.378, 686, D.H.5.57, Ev.Matt.12.19, etc.: [tense] aor. ἤκουσα, [dialect] Ep.ᾰκουσα Il.24.223
: [tense] pf. ἀκήκοα, [dialect] Lacon.ἄκουκα Plu.Lyc.20
, Ages.21; ἤκουκα is a late form, POxy. 237 vii 23 (ii A. D.); later [dialect] Ion.ἀκήκουκα Herod.5.49
: [tense] plpf.ἀκηκόειν Hdt.2.52
, 7.208;ἠκηκόειν X.Oec.15.7
; old [dialect] Att. , Pax 616, Pl.Cra. 384b:—rare in [voice] Med., [tense] pres. (v. infr. 11.2): [dialect] Ep. [tense] impf.ἀκούετο Il.4.331
: [tense] aor.ἠκουσάμην Mosch.3.119
:—[voice] Pass., [tense] fut.ἀκουσθήσομαι Pl. R. 507d
: [tense] aor.ἠκούσθην Th.3.38
, Luc.Somn.5: [tense] pf.ἤκουσμαι D.H. Rh.11.10
, Ps.-Luc.Philopatr.4; ἀκήκουσμαι is dub. in Luc.Hist. Conscr.49: [tense] plpf.ἤκουστο Anon.
ap. Demetr.Eloc. 217, ([etym.] παρ-) J.AJ17.10.10. ( ἀ-κοϝ-, cf. κοέω):— hear, Hom., etc.: prop. c. acc. of thing heard, gen. of person from whom it is heard,ταῦτα Καλυψοῦς ἤκουσα Od.12.389
, cf. S.OT43, etc.; gen. pers. freq. omitted,πάντ' ἀκήκοας λόγον Id.Aj. 480
, etc.; or the acc. rei,ἄκουε τοῦ θανόντος Id.El. 792
, cf. 793:—also c. gen. rei, φθογγῆς, κτύπου, hear it, Od.12.198 (as v. l.), 21.237; ; once in Hom. in [voice] Med.,ἀκούετο λαὸς ἀϋτῆς Il.4.331
.b c. gen. objecti, hear of, hear tell of,ἀ. πατρός Od.4.114
: freq. c. part., τεθνηῶτος (sc. πατρός)ἀκούσῃς 1.289
, etc.; but εἰ.. πατρὸς νόστον ἀ. ib. 287;ἀ. περί τινος Od.19.270
, cf. E.IT 964, Isoc.5.72, Pl.R. 358d, 358e;τι περί τινος X.An.7.7.30
.c in Prose the pers. from whom thing is heard freq. takes Prep., ἀ. τι ἀπό, ἐκ, παρά, πρός τινος, first in Il.6.524, cf. Hdt.3.62, S.OT7,95, Th.1.125.e with part. or inf. added, as εἰ πτώσσοντας ὑφ' Ἕκτορι πάντας ἀκούσαι should he hear that all are now crouching under Hector, Il.7.129, cf. Hdt.7.10.θ, X.Cyr.2.4.12, D.3.9; ἀ. αὐτὸν ὄλβιον εἶναι to hear [ generally] that he is happy, Il.24.543, cf. X.An.2.5.13, etc.:—also ἀ. τινὰ ὅτι or ὡς, Ἀτρεΐδην ἀκοετε ὡς.. Od.3.193; τὸν Δαίδαλον οὐκ ἀκήκοας, ὁτι..; X.Mem.4.2.33;ἀ. οὕνεκα S.OC33
.f c. gen. et part., to express what one actually hears from a person,ταῦτ'.. ἤκουον σαφῶς Ὀδυσσέως λέγοντος S. Ph. 595
; ἀ. τινὸς λέγοντος, διαλεγομένου, Pl.Prt. 320b, X.Mem.2.4.1: rarely c. acc. et part., S.Ph. 614.2 know by hearsay,ἔξοιδ' ἀκούων S.OT 105
: [tense] pres. is used like a [tense] pf.,νῆσός τις Συρίη κικλήσκεται, εἴ που ἀκούεις Od.15.403
, cf. 3.193; in Prose, Pl.Grg. 503c, Luc. Gall.13.3 abs., hearken, give ear, esp. in proclamations, ἀκούετε λεῴ oyez! oyez! Susar.1, etc.: for S.OT 1386 v. πηγή 2.4 οἱ ἀκούοντες readers of a book, Plb.1.13.6, al.II listen to, give ear to, c. gen., Il.1.381, etc.: metaph., ;Pl.
R. 407a: rarely c. dat.,ἀ. ἀνέρι κηδομένῳ Il.16.515
(in S.El. 227 τίνι is Eth. dat.): with gen. of part. after dat., ὅττι οἱ ὦκ' ἤκουσε.. θεὸς εὐξαμένοιο ib. 531.3 hear and understand,κλύοντες οὐκ ἤκουον A.Pr. 448
, cf. Ch.5, Ar.Ra. 1173;τὸ μὴ πάντας πάντων ἀκούειν S.E.M.1.37
.III after Hom., serving as [voice] Pass. to λέγειν, hear oneself called, be called, like Lat. audire,εἴπερ ὄρθ' ἀκούεις, Ζεῦ S.OT 903
(cf. A.Ag. 161); freq. with εὖ and κακῶς, κακῶς ἀ. ὑπό τινος to be ill spoken of by one;πρός τινος Hdt.7.16
.ά; περί τινος for a thing, Id.6.86.ά; ἄμεινον, ἄριστα ἀ., Hdt.2.173,8.93, cf. S.Ph. 1313, Antipho 5.75, etc.2 with nom. of subject, ἀκούειν κακός, καλός, S.OC 988, Pl.Ly. 207a;νῦν κόλακες καὶ θεοῖς ἐχθροὶ.. ἀκούουσι D.18.46
, etc.;ἔχαιρε ἀκούων Αἰετὸς ὁ Πύρρος Ael.NA7.45
; later in [voice] Pass. in this sense, Nonn.D. 21.220,al.3 c. inf., ἤκουον εἶναι πρῶτοι were said to be first, Hdt. 3.131; also .4 c. acc. rei, ἀ. κακά have evil spoken of one, Ar.Th. 388, cf. S.Ph. 607;ἀ. λόγον ἐσλόν Pi.I.5(4).13
;φήμας.. κακὰς ἤκουσεν E.Hel. 615
.5 οὕτως ἀ. hear it so said, i. e. at first hearing,ὡς οὕτω γ' ἀκοῦσαι Pl. Euthphr.3b
;ὥς γε οὑτωσὶ ἀκοῦσαι Id.Ly. 216a
.IV understand, take in a certain sense, Jul.Or.4.147a; esp. in Scholl., as Sch.E.Or. 333; τι ἐπί τινος Sch.E.Hipp.73.V Astrol., aspect mutually, of signs equidistant from an equinoctial sign, Doroth.189, Heph. Astr.2.2; also, = ὑπακούειν (q. v.), Id.1.9.
См. также в других словарях:
οδύσσειος — α, ο (ΑΜ ὀδύσσειος, α, ον, Α και ὀδύσειος και επικ. τ. ὀδυσήϊος και ὀδυσσήϊος, α, ον) [Οδυσσεύς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Οδυσσέα («οδύσσειες περιπέτειες») 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Οδύσσεια επικό ποίημα τού Ομήρου το οποίο… … Dictionary of Greek
πολύτροπος — η, ο / πολύτροπος, ον, ΝΜΑ (κυρίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως αλλά και τού Ερμού) (με μτφ. σημ.) αυτός που επινοεί πολλούς τρόπους, πολυμήχανος, δόλιος, πανούργος νεοελλ. αυτός που γίνεται με πολλούς τρόπους αρχ. 1. (ως προσωνυμία τού Οδυσσέως)… … Dictionary of Greek
Τηλέμαχος — Ομηρικός ήρωας, γιος του Οδυσσέα και της Πηνελόπης. Όταν ο Οδυσσέας ξεκίνησε για την εκστρατεία της Τροίας, ο Τ. ήταν μωρό. Όταν έγινε 20 χρονών, η Αθηνά τον προέτρεψε να πάει να βρει τον πατέρα του. Πραγματικά, ο Τ. ξεκίνησε με τη συνοδεία της… … Dictionary of Greek
πυλωρός — (Ανατ.). Το τελικό τμήμα του στομάχου, που συνεχίζεται με τον δωδεκαδάκτυλο. Αντίστοιχα προς τον π. η μυϊκή στιβάδα του τοιχώματος του στομάχου είναι πιο πυκνή και σχηματίζει έναν μυϊκό δακτύλιο, τον πυλωρικό σφιγκτήρα, που, λειτουργώντας σαν… … Dictionary of Greek
Πηνελόπη — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του βασιλιά της Σπάρτης ή των Αμυκλών Ικαρίου και σύζυγος του Οδυσσέα. Ένα χρόνο μετά τον γάμο τους, ο Οδυσσέας έφυγε για τον Τρωικό πόλεμο, αφήνοντας την με το γιο τους Τηλέμαχο, βρέφος ακόμα. Είκοσι… … Dictionary of Greek
Τηλέγονος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Οδυσσέα και της Κίρκης. Όταν ενηλικιώθηκε, κατά σύσταση της μητέρας του, έφυγε από την Αιαίη για να αναζητήσει τον πατέρα του. Τον βρήκε όμως μια μεγάλη τρικυμία που τον ανάγκασε να βγει στην Ιθάκη, όπου… … Dictionary of Greek
Οδυσσεύς — και Οδυσσέας, ο (Α Ὀδυσσεύς, έως και ιων. τ. γεν. ῆος, και Οὐλιξεύς και Οὐλίξης και Ὀλυσεύς και Ὀλυσσεύς και Ὀλυτεύς και Ὀλυττεύς και Ὀλισεύς και Ὀλυσσεύς και, επικ. τ., Ὀδυσεύς, εῡς) μυθικός βασιλιάς τής Ιθάκης, κεντρικός ήρωας της Οδύσσειας.… … Dictionary of Greek
Άννινος, Μπάμπης — (Αργοστόλι 1852 – 1934).Δημοσιογράφος, λόγιος και κωμωδιογράφος. Τελείωσε το γυμνάσιο στο Αργοστόλι και στη μετέπειτα σταδιοδρομία του υπήρξε αυτοδίδακτος. Μετά από ένα ποιητικό ξεκίνημα στην Κεφαλονιά (Λυκαυγές,1872), εγκαταστάθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
μέντορας — και μέντωρ, ο συνετός φίλος και σύμβουλος, πνευματικός οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το όνομα τού Μέντορος, φίλου τού Οδυσσέως και συμβούλου τού Τηλεμάχου στην Ιθάκη] … Dictionary of Greek
ποικιλομήτης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Οδυσσέως, τού Διός και τού Ερμού) αυτός που σκέπτεται ή μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, πολυμήχανος, επινοητικός, πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + μήτης (< μῆτις «σκέψη, σοφία»), πρβλ. αγκυλο μήτης] … Dictionary of Greek
πολύτλας — αντος, ὁ, ΜΑ (κυρίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) αυτός που υπέμεινε πολλά, καρτερικός («τὸν δ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τλας (< τλῆναι, απαρμφ. τού επικ. αορ. ἔτλαν τού τλῶ, άω)] … Dictionary of Greek